- κατεδάκρυσε
- κατεδάκρῡσε , καταδακρύωbewailaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδακρύω — (Α) 1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.) 2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ … Dictionary of Greek